- βοιωτικῆς
- βοιωτικόςa Boeotianfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
Μεγαρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Οινόπης. Ως πιθανοί πατέρες του αναφέρονται ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πανδίονας, ο Ποσειδώνας και ο Ιππομένης, εγγονός του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Βοιωτικής Ορχηστού. Ο Μ.… … Dictionary of Greek
Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… … Dictionary of Greek
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
βοιωτάρχης — και βοιώταρχος, ο (Α) αντιπρόσωπος αυτόνομης βοιωτικής πόλης στη βοιωτική συνομοσπονδία, η οποία ονομαζόταν «το Κοινόν των Βοιωτών» … Dictionary of Greek
γούρος — γοῡρος, ο (Α) είδος γλυκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συσχετίστηκε με τα αρχ. γύρις «η άχνη τού αλευριού», αρχ. γυρίνη «είδος γλυκίσματος», ενώ δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για τ. τής λακωνικής ή τής βοιωτικής διαλέκτου, γεγονός που θα… … Dictionary of Greek
θίσβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση την αναφέρει ως κόρη του Ασωπού, επώνυμη της ομώνυμης βοιωτικής πόλης. Το όνομά της συνδέεται με τον μύθο του νεαρού Πύραμου. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου αυτού, ο Πύραμος αναζητούσε τη Θ., η οποία όμως… … Dictionary of Greek
κορωνός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά των Λαπιθών Καινέα και ένας από τους Αργοναύτες. Σύμφωνα με την παράδοση, μαζί με τον Πείριθο, έδιωξαν τους Κενταύρους από το Πήλιο. Σκοτώθηκε από τον Ηρακλή. 2. Γιος του Απόλλωνα και της… … Dictionary of Greek
σχοινεύς — έως, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. ως κύριο όν. Σχοινεύς μυθ. γιος τού Αθάμαντος και τής Θεμιστούς, πατέρας τής Αταλάντης και τού Κλυμένου, επώνυμος οικιστής τής βοιωτικής πόλης Σχοίνου και τού αρκαδικού Σχοινούντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος +… … Dictionary of Greek
τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek